- συγκαταπαύσωμεν
- συγκαταπαύ̱σωμεν , σύν , κατά , ἀπό-αὔω 2cry outaor subj act 1st plσύν-καταπαύωput an end toaor subj act 1st pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.